- τωθαστικός
- -ή, -όν, Α [τωθαστής]χλευαστικός, εμπαικτικός.επίρρ...τωθαστικῶς Αχλευαστικά, περιπαικτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τωθαστικός — mocking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικόν — τωθαστικός mocking masc acc sg τωθαστικός mocking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικῆς — τωθαστικός mocking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστική — τωθαστικός mocking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικῶς — τωθαστικός mocking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)